- τεττιγομήτρα
- τεττιγομήτρᾱ , τεττιγομήτραsubterranean larvafem nom/voc/acc dualτεττιγομήτρᾱ , τεττιγομήτραsubterranean larvafem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τεττιγομήτρα — η, ΝΑ το κέλυφος μέσα στο οποίο υπάρχει ο τέττιξ, όταν είναι ακόμη στο στάδιο τής προνύμφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέττιξ, ιγος «τζιτζίκι» + μήτρα] … Dictionary of Greek
τεττιγομήτρας — τεττιγομήτρᾱς , τεττιγομήτρα subterranean larva fem acc pl τεττιγομήτρᾱς , τεττιγομήτρα subterranean larva fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)